- Ἁρμονικός
- Ἁρμονικόςskilled in musicmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁρμονικός — skilled in music masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμονικός — ή, ό (Α ἁρμονικός, ή, όν) [αρμονία] νεοελλ. 1. ο κανονικός, αυτός που έχει σωστές αναλογίες 2. ο χωρίς παραφωνίες, αυτός που γίνεται με ομόνοια και κατανόηση («αρμονική συμβίωση, συνύπαρξη») αρχ. 1. ο μουσικός, ο σύμφωνος με τους νόμους της… … Dictionary of Greek
αρμονικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την αρμονία, που γίνεται με ομόνοια και αγάπη: Όλα αυτά τα χρόνια η συνεργασία μας ήταν αρμονική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἁρμονικά — Ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc pl Ἁρμονικά̱ , Ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc/acc dual Ἁρμονικά̱ , Ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονικά — ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc pl ἁρμονικά̱ , ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc/acc dual ἁρμονικά̱ , ἁρμονικός skilled in music fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμονικώτερον — Ἁρμονικός skilled in music adverbial comp Ἁρμονικός skilled in music masc acc comp sg Ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονικώτερον — ἁρμονικός skilled in music adverbial comp ἁρμονικός skilled in music masc acc comp sg ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμονικῶν — Ἁρμονικός skilled in music fem gen pl Ἁρμονικός skilled in music masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονικῶν — ἁρμονικός skilled in music fem gen pl ἁρμονικός skilled in music masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμονικόν — Ἁρμονικός skilled in music masc acc sg Ἁρμονικός skilled in music neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)